νεαπολιτανικός

νεαπολιτανικός
-ή, -ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεάπολη ή στους Νεαπολίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Νεάπολη, ναπολιτάνικος
2. φρ. «νεαπολιτανική έκτη»
μουσ. ιδιότυπη συγχορδία που αποδίδεται στους διδασκάλους τής σχολής τής Νεάπολης τής Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neapolitan < λατ. neapolitanus < νεαπολίτης (< Νεάπολης + επίθημα -ίτης) + λατ. κατάλ. -anus / -an].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεαπολίτικος — η, ο [Νεάπολη] ο νεαπολιτανικός, ναπολιτάνικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”